φουρνίρω

φουρνίρω
Ν
1. δίνω σε κάποιον κάτι, συνήθως εξαπατώντας τον
2. ειρων. μεταδίδω («για νέο μάς τό φουρνίρεις;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fornire «προσφέρω, προμηθεύω, εφοδιάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φουρνίρω — (λ. γαλλ.), φούρνιρα και φουρνίρισα, μτβ., παρέχω, προμηθεύω, χορηγώ, εφοδιάζω με κάτι, προσφέρω (ειρωνικά): Για νέο μάς το φουρνίρεις; το ξέρουν όλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουρνίζω — Ν [φούρνος] 1. βάζω κάτι στον φούρνο για να ψηθεί 2. φουρνίρω («μού φούρνισε και μερικές σάπιες ντομάτες ο μανάβης») …   Dictionary of Greek

  • φουρνίρισμα — το, Ν [φουρνίρω] το να φουρνίρει, να δίνει κανείς κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • φουρνίζω — φούρνισα, φουρνίστηκα, φουρνισμένος, μτβ. 1. βάζω κάτι στο φούρνο για να ψηθεί, κλιβανίζω. 2. φουρνίρω (βλ. λ.), ξεφουρνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”